- πλανῆτα
- πλανήτηςmasc voc sgπλανήτηςmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλανητά — πλανητός wandering neut nom/voc/acc pl πλανητά̱ , πλανητός wandering fem nom/voc/acc dual πλανητά̱ , πλανητός wandering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάνητα — πλάνης wanderer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητάων — πλανητά̱ων , πλανήτης masc gen pl (epic aeolic) πλανητά̱ων , πλανητός wandering masc/fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήτας — πλανήτᾱς , πλανήτης masc acc pl πλανήτᾱς , πλανήτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ABORIGINES — Italiae populi qui in Siculotum agros successerunt, Nomen eorum unde originem coeperit, ostendere voluit Festus Pompeius his verbis: Aborigines appellati sunt, quod errantes convenerint in agrum, qui nunc est populi Romani; fuit enim gens… … Hofmann J. Lexicon universale
αμόνιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μονιά, που δεν μπορεί να καθήσει κάπου μόνιμα, που ρέπει στον πλάνητα βίο 2. αυτός που δεν παραμένει σε μια θέση ή εργασία, αλλά διαρκώς τήν αλλάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μονιάζω < μονιά*] … Dictionary of Greek
επίκλη — ἐπίκλη, ή (AM) 1. (κατά τον Ησύχ.) επίκληση, επωνυμία χρησιμοποιείται μόνο στην αιτ. στην έκφραση ἐπίκλην ἔχω ονομάζομαι, καλούμαι, έχω ονομασία («ἄστρα, ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά», Πλάτ.) 2. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπίκλην α) κατ’ επίκληση, με την… … Dictionary of Greek
πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… … Dictionary of Greek
πλανητός — ή, όν, Α [πλανώμαι] 1. περιπλανώμενος («τὸ τῶν σοφιστῶν γένος... πλανητὸν ὄv κατὰ πόλεις», Πλάτ.) 2. μτφ. α) αυτός που πλανάται, που σφάλλει β) αυτός που αλλάζει κάτι γ) ανώμαλος («πλανητὰ πάθη», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek